Το σώμα της
απέναντι μου πάνω στη ξύλινη κατασκευή
του μικρού πλοιαρίου
μετέφερε σαράντα χορτασμένα από έρωτες,
μίση, θανάτους κι αναγεννήσεις, χρόνια.
μίση, θανάτους κι αναγεννήσεις, χρόνια.
Πούπουλα που στάθηκαν ανάλαφρα στο μέτωπο
τα φρύδια της
σμιλεμένα αθόρυβα σε άλλη εποχή
τα μάτια και τα μήλα της
φουρνισμένα σε σιγανή φωτιά
τα χείλια της
και με μεράκι λαξευμένο πέρα ως πέρα
το κορμί της.
Δεν το κρύβω·
θα ήθελα να κάνουμε έρωτα
σ’ εκείνο το μικρό αμπάρι.
Είχαμε άλλωστε μπροστά μας
τριών ωρών ταξίδι.