Και άμα δεις να γκρεμίζεται η χάρτινη ζωή σου
σαν τα ποντίκια τρέχεις, σκοντάφτεις, πέφτεις
κι όρθιος πάλι να κυνηγάς μικρές χαρές
και δικλείδες παντοτινής ευτυχίας στη μίζερη ζωή σου.
Δειλός κι ανυπεράσπιστος
μπουχτισμένος από τύψεις και ενοχές
σα δέντρο αρρωστιάρικο όπου φυσάει παραδέρνεσαι
φαντασιώνεσαι μια ζωή χωρίς διλήμματα και δάκρυα
τρέχεις ανάμεσα απ’ τα χαλάσματα
ανασηκώνεις τόνους χαρτιού
-τη πρώτη σου αγάπη, τους παιδικούς σου φίλους, τη μάνα σου-
κλαίς με λυγμούς
τρέχεις πιο γρήγορα
και κάτω απ' τις χάρτινες θεωρίες σου
βλέπεις το χέρι του Μαρξ κομμένο από τη ρίζα
και τη καρδιά του Ιησού να την ξεσκίζουν σκύλοι.
Ο μέσα πανικός τα σωθικά κατασπαράζει
και οι φωνές του Προμηθέα σ' ολάκερη αντηχούν την οικουμένη.
Στην οικουμένη της ύπαρξης σου
που λιώνει σαν πλαστικό πάνω στο δέρμα σου.
Συνθλίβομαι·
Αποσύνθεση.